- ακυρίευτος
- -η, -ο (Μ ἀκυρίευτος, -η, -ο και -ος, -ον) [κυριεύω]νεοελλ.1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθοςμσν.αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο, ελεύθερος, αδάμαστος.
Dictionary of Greek. 2013.