ακυρίευτος

ακυρίευτος
-η, -ο (Μ ἀκυρίευτος, -η, -ο και -ος, -ον) [κυριεύω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου
2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθος
μσν.
αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο, ελεύθερος, αδάμαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακυρίευτος — η, ο αυτός που δεν κυριεύτηκε ή δεν μπορεί να κυριευτεί: Το φρούριο αυτό κατάντησε πραγματικά ακυρίευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • господьствоватисѧ — ГОСПОДЬСТВ|ОВАТИСѦ (1*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Находиться под чьей л. властью: д҃ша не г(с)ьствуетсѩ ѿ стр(с)ти. Всѩ есть свободна. всѩ б҃овидна. (ἀκυρίευτος) ФСт XIV, 189а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανάλωτος — η, ο (Α ἀνάλωτος, ον) αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, απόρθητος, ακυρίευτος αρχ. 1. ακατόρθωτος, ανέφικτος 2. αυτός που δεν καταβάλλεται από κάτι, ο ακατάβλητος 3. αδωροδόκητος, αδέκαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωτός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”